- τηλεκινητήρας
- ο, Ντεχνολ. υδραυλική συσκευή η οποία ρυθμίζει από απόσταση τη λειτουργία τού σερβοκινητήρα ενός πηδαλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. telemoteur < tele- (< τηλ[ε]-*) + moteur «κινητήρας»].
Dictionary of Greek. 2013.